Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΑΝΕΜΟΣ ΕΙΜΑΙ ΠΟΥ ΝΥΧΤΩΘΗΚΑ ΚΙ ΕΜΕΙΝΑ Σ’ ΕΝΑ ΧΘΕΣ ΑΝΑΛΓΗΤΟ:

 Αυτή τη μέρα άφησε να σου εμπιστευθώ την ιστορία μου:

 

Έλα λοιπόν, και με τα μάτια σου, που ’ναι καταχνιά και ενάστρωση,

το σύθαμπο και το πρωί σε μιαν αλλόκοτη σύγκλιση,

ανάστειλε τη νύχτα μου.

 

Έλα.

Κι ας είναι μοιραίο πως αργότερα,

όταν ανάμεσά μας θ’ αναδεύεται. σε ανυπόφορη μεγέθυνση,

το μυστικό μας το αδυσώπητο

-πως σημερινοί είμαστε και ξένοι -

με τον υποβολέα της πίκρας μου

παμπάλαιο κατευόδιο θ’ απαγγείλω πάλι στις ώρες τις αγέρωχες,

που ανεβασμένες στη σχεδία του ανέκκλητου

προς ένα αδηφάγο αύριο θα λάμνουν.

 (ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ από την ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΡΕΒΟΣ 1956 ]

Από την ίδια συλλογή ανθολογούνται εδώ τα ποιήματα (ΤΙΤΛΟΣ και πρώτοι στίχοι):

1.     ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ, Τον θυμάμαι ακόμα

2.     ΣΥΜΠΤΩΣΙΣ, Πολύ μου μοιάζει

3.     ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ, Περαστικός και ιδιότροπα για μένα γραφικός

4.     ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΑΪΦΕΛ, Ένα χαρτί που βρήκα εδώ μπροστά μου

5.     ΒΡΕΤΑΝΙΚ¨Ο ΜΟΥΣΕΙΟ, Ελγίνου Μάρμαρα

6.     ΠΡΩΙΝΟ ΣΤΑ ΞΕΝΑ, Αρπάχθηκα άσχημα με την ατμόσφαιρα

7.     FOG, Γυμνά κλαδιά έξω απ’ το τζάμι

8.     ΕΙΚΟΝΑ, Του φθινοπώρου οι τάπητες

9.     ΝΥΧΤΑ, Κανείς πια θόρυβος, κανένας καθυστερημένος ήχος

10.                        ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΙΣ, Αγόρασα κι εγώ εφημερίδα και

11.                        ΝΕΣΛΩΝ, Εξαίσια στον Νέλσωνα έδωσαν θέση

 


ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ (από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΡΕΒΟΣ 1956)

Τον θυμάμαι ακόμα.

Παράξενο πολύ,

γιατί όσο ένα ανοιξιάτικο σύννεφο έμεινε,

όσο χρειάζεται για να ειπωθεί ένα αντίο.

Υπέροχο μνημείο.

Διάχυτος σαν μυρουδιά,

απροσδιόριστος σαν το άπειρο,

βλέμμα σάμπως σ’ ατέλειωτη νύχτα.

Μπροστά μας ένα σταχτοδοχείο

όπου τινάξαμε μια τεφρωμένη ολοκλήρωση.

Το ρολόγι του σχεδίαζε με το χρόνο

κάποιο ξεκίνημα πικρό.

Και τότε εγώ

σήκωνα το ποτήρι

και πίναμε μαζί κάποιο σαλπάρισμα

ανάκατο με μια σιγή.

 

Στο χωρισμό μήτε αντίο

μήτε φιλί.

 

ΣΥΜΠΤΩΣΙΣ

Πολύ μου μοιάζει.

Τον συνάντησα στημένον

κάτω από ένα υπόστεγο μελαγχολίας.

Στο βλέμμα του αγωνιούσε

του κενού η αντανάκλασις.

Οι κινήσεις του

πληγωμένη απαγγελία νερού.

Η υποθετική με τράβηξεν ευρυχωρία.

Πλησίασα,

και με λόγια πολλά και ασύνδετα

τη μοναξιά του εξιστόρησα.

[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΡΕΒΟΣ 1956]

 

ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ (από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΡΕΒΟΣ 1956)

Περαστικός.

Και ιδιαίτερα για μένα γραφικός.

Κάτι σαν άψυχος, κάτι σαν ξένος,

μ’ αγαπημένος.

Η βιάση του ματαιωμένος όρθρος.

Ασφυκτιούσαμε.

Στενό του πάθους μας το οίκημα,

κι ένας πικρός συνωστισμός τα σχήματά μας.

Χαμηλοτάβανα τα σχέδια μας,

δίχρωμος της καρδιάς ο φωτισμός,

κι αλλόκοτα της σκέψης μας τα κάδρα.

 

ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΑΪΦΕΛ

Ένα χαρτί που βρήκα εδώ μπροστά μου…

 

Ποια τάχα σκέψη ασχημάτιστη,

ποια μακρινή μου θύμηση,

του υποσυνείδητού μου ποια δράση

οι πύργοι τούτοι να μηνάνε;

Τίποτε σοβαρό δεν θα ’ναι.

Μπορεί απλώς να ’χω μετανοήσει

που όντας για λίγο στο Παρίσι

μικρούς πυργίσκους το γεμίζω-

τον πύργο του Άιφελ ν’ ανέβω δεν κατάφερα.

Ήταν για μένα σπάνια ευκαιρία

από του πύργου αυτού τα ύψη

σαν τόσους άλλους να ’χω σκύψει

και από κει τον κόσμο ν’ αγναντεύω…

 

Μα ίσως πάλι να έπραξα σωστά,

ίσως σοφά να παρενέβη η τύχη,

αφού σε λίγο θα έπρεπε ξανά

στα χαμηλά μου να κατέβω.

 

Μάλλον αυτή θα ’ναι η λύση

των πύργων που έχω ζωγραφίσει

 

ΒΡΕΤΑΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ (Ελγίνου Μάρμαρα)

Στην ψυχρή του μουσείου αίθουσα

την κλεμμένη, κοιτώ

μοναχή Καρυάτιδα.

Το σκοτεινό γλυκύ της βλέμμα

επίμονα εστραμμένο έχει

στο σφριγηλό του Διόνυσου σώμα

(σε στάση ηδυπάθειας σμιλεμένο)

που δυο βήματα μόνον απέχει.

Το βλέμμα το δικό του έχει πέσει

στη δυνατή της κόρης μέση.

Πολυετές ειδύλλιον υποπτεύομαι

τους δυο αυτούς να ’χει ενώσει.

Κι έτσι, όταν το βράδυ η αίθουσα αδειάζει

απ’ τους πολλούς, τους θορυβώδεις επισκέπτες,

τον Διόνυσο φαντάζομαι

προσεκτικά απ’ τη θέση του να εγείρεται

των διπλανών γλυπτών και αγαλμάτων

την υποψία μην κινήσει,

κι όλος παλμό να σύρεται

τη συστολή της Καρυάτιδας

με οίνον και με χάδια να λυγίσει.

 

Δεν αποκλείεται όμως έξω να ’χω πέσει.

Μιαν άλλη σχέση ίσως να τους δένει

πιο δυνατή, πιο πονεμένη:

Τις χειμωνιάτικες βραδιές

και τις εξαίσιες του Αυγούστου νύχτες

τους βλέπω,

απ’ τα ψηλά να κατεβαίνουν βάθρα τους,

της μέρας αποβάλλοντας το τυπικό τους ύφος,

με νοσταλγίας στεναγμούς και δάκρυα

τους Παρθενώνες και τα Ερεχθεία που στερήθηκαν

στη μνήμη τους με πάθος ν’ αναγείρουν.

[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΡΕΒΟΣ 1956]

 

ΠΡΩΙΝΟ ΣΤΑ ΞΕΝΑ (από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΡΕΒΟΣ 1956)

Αρπάχτηκ’ άσχημα με την ατμόσφαιρα,

σχεδόν την ξέσκισα

και μάτωσα το πρωινό.

 

Τώρα, μ’ αδύναμους στίχους,

ώρα πολλή τα σκισμένα της μέρη

προσπαθώ να σμίξω.

Κι όσα κομμάτια τυχόν μου περισσέψουν

μαζί μου θα πάρω,

λυπητερές πιθανόν ιστορίες

μ’ αυτά να τυλίξω.

 

Ύστερα, ετούτα όλα θ’ αφήσω

για να προφτάσω να πάρω από πίσω

πλανόδιους μουσικούς

που με τους ήχους τους

μελαγχολίας αετώματα στήνουν.

Σ’ αυτούς πίστη μεγάλη δίνω

πως της ψυχής μου τις νότες

ίσως μπορέσουν να παίξουν

σε κάποιο δρόμο φαρδύ, αδειανό,

στο Λονδίνο 

 

FOG

Γυμνά κλαδιά έξω από το τζάμι

στης πανσιόν την άδεια σάλα

πράγματα ακατάληπτα μου γνέφουν.

 

 Ο δρόμος έρημος, αβάσταχτος

Κι ακόμα πιο έρημος φαντάζει

όταν διαβάτες αραιοί

γοργά απ’ τα μάτια μου περνάνε.

 

Έχω χαρά που οι δυο αυτοί

εμπρός από τη μικρή εστάθηκαν

του αντικρινού μαγαζιού προθήκη.

 

Κάτι καινούργιο τα γυμνά κλαδιά

θαρρώ τώρα μου γνέφουν

σχεδόν με κίνηση αφανή.

 

Όμως, τι φρίκη.

Έπεσε ξάφνου τόση καταχνιά

σ’ όλη αυτή του δρόμου τη σκηνή.

[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΡΕΒΟΣ 1956]

 

ΕΙΚΟΝΑ (από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΡΕΒΟΣ 1956)

Του φθινοπώρου οι τάπητες

έχουν πάντα την ίδια εργασία,

ίδιο σχεδόν το κέντημα,

ίδιο περίπου και το αίσθημα που φέρνουν.

 

Κίτρινα φύλλα αραιά,

ορθά ή ανάποδα στην τύχη σκορπισμένα,

κάπου αλλού μαζί πολλά

σε μια γωνιά δρόμου συγκεντρωμένα.

 

Μα ο αγγλικός ο τάπητας,

που σήμερα μονάχη μου πατώ,

έχει ένα άλλο σχέδιο –

έχουν μιαν άλλη χάρη

τα φύλλα τα πεσμένα.

 

Κι έτσι που τα κατάφερε

τη σκέψη να μου πάρει,

γλυκύτερα μου φάνηκαν τα ξένα.

 

ΝΥΧΤΑ

Κανείς πια θόρυβος,

κανένας καθυστερημένος ήχος,

καμιά της μέρας που ’φυγε μικρή αδιακρισία

να ανακόψει δεν τολμά

τη νύχτα τούτη την πλατιά

που ’πεσε απόψε στο Λονδίνο.

Μήτε κι εγώ.

Το τζάκι να σβήσω αφήνω

κι αθόρυβα αγρυπνώ.

Θόρυβο όμως τώρα μακρινό

η αίσθησή μου προσδιορίζει:

διανυκτερεύοντος τροχού,

που ως ακούραστα μονάχος του γυρίζει,

κι αλάνθαστα εργάζεται,

τ’ αυριανά του κόσμου πεπρωμένα κατεργάζεται.

[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΡΕΒΟΣ 1956]

 

ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΙΣ (από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΡΕΒΟΣ 1956)

Αγόρασα κι εγώ εφημερίδα

γιατί, καλά καλά δεν ξέρω.

Μα όλοι το ίδιο να κάνουν είδα

και σήμερα θέλω να μην διαφέρω.

Τρέχουνε όλοι κι εγώ τρέχω

κι όμως σκοπό ειδικό δεν έχω.

Για λίγο έτσι σταματάω,

πώς τρέχουν τ’ αυτοκίνητα κοιτάω.

Ανάμεσά τους δυο νέοι περνάνε,

με έξαψη πολλή μιλάνε

μάλλον για κάποιο στοίχημα.

Δεν είδα ακόμα κανένα δυστύχημα.

 

Στο Χάυντ-Παρκ τώρα βαδίζω

κι ομίχλη πολλή διασχίζω.

Μια κυρία κάνει ιππασία.

Έχει μεγάλη υγρασία.

 

Τα ίδια πάντα και τα ίδια:

«Μη ρίχνετε κάτω σκουπίδια».

 

Ο κόσμος τρομαγμένος τώρα τρέχει

γιατί έξαφνα άρχισε να βρέχει.

Τέτοια βροχή δεν έχει στην πατρίδα.

Καλά που αγόρασα και την εφημερίδα.

 

ΝΕΛΣΩΝ

Εξαίσια στον Νέλσωνα έδωσαν θέση:

Στης Τραφάλγκαρ σκουέαρ τη μέση

σε ύψος απίθανο το άγαλμά του στήσαν.

Σοφόν.

Το βλέμμα του έτσι για πάντα εχτίσαν

στον μαύρο ωκεανόν.

Ευτυχής ο Νέλσων εκεί θα είναι.

 

Ίσως όμως

στον Νέλσωνα ετούτη η θέση

τόσο πολύ να μην αρέσει:

γιατί τη θάλασσα κατέκτησε,

τη θάλασσα πολύ εγεύθη.

Μια άλλη θέση ίσως να ποθεί,

μια άλλη θέσις ίσως να του πρέπει,

την άστατη λαίδη από εκεί

να δύναται να βλέπει.

[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΡΕΒΟΣ 1956]

 

[επιλογές λέξεων από την ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙ στο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ της Κικής Δημουλά. Λοιπόν, κάποια φορά ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, στου σεντονιού τις όχθες, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ. ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ο φιλοπαίγμων μύθος μας ακολουθεί, εκτός αν κλαίει το φεγγάρι οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι το «Διότι» να ρωτήσω τι συμβαίνει. Μη φοβάσαι, είσαι ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΗΧΟΥ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ. Γι’ αυτό πάρε μαζί σου για σιγουριά την απαίτηση να μην σ’ αγγίξω διόλου και σου υπόσχομαι εγκαίρως να ξυπνήσω ώστε να μην σε πάρει είδηση ο ύπνος σου ότι λείπεις. ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ]

με φωτογραφία ΔΗΜΟΥΛΑ από ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ